- νεοελληνιστί
- επίρρ. на новогреческом языке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεοελληνιστί — επίρρ. 1. με νεοελληνικό τρόπο 2. σε νεοελληνική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεοέλλην + επιρρμ. κατάλ. ιστί. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Δ. Ν. Δάρβαρη] … Dictionary of Greek